Σύνεργα μου οι λέξεις. Πιάνω να τις βάλω σε τάξη, να τις πείσω να μπουν σ’αταξία, να ξεράσουν την συνήθεια, να τους δώσω καινούργια μορφή, νέο νόημα, η ν’αποδώσω στο έπακρο εκείνο το αρχικό νόημα που είχαν
στο πολύ πρώιμο στάδιο της ύπαρξης τους.
Και δεν υπάρχει κανείς να συμβαλει. Είναι δουλειά πολύ μοναχική κι οι εργάτες είναι κι αυτοί, όλοι τους,
εσωτερικοί. Το μυαλό, η μνήμη, οι πόθοι, οι ανησυχίες … αυτούς πρέπει να ξεσηκώνω κάθε μέρα και να τους
πείθω να πιάνουν δουλειά αφιλοκερδώς. Γιατί δεν πρόκειτε να πληρωθούν πέρα απ’το όφελος που θ’αποκομίσουν
νιώθοντας να τους κατακλύζει εκείνο το αίσθημα που απολαμβάνουν κυρίως όσοι κάνουν χειροναχτική εργασία
την ώρα του σχολάσματος. Εκείνη την αίσθηση της μακαριότητας που βρίσκει το σώμα όταν ιδρώσει, η καρδιά όταν
ανοίξει, οι λέξεις οταν ειπωθούν και οι ψυχές όταν θα ‘χουνε πλέον συμβεί όλα αυτα που φοβούνται…